ἀγορεύσεις

ἀγορεύσεις
ἀγόρευσις
speech
fem nom/voc pl (attic epic)
ἀγόρευσις
speech
fem nom/acc pl (attic)
ἀγορεύω
speak in the assembly
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀγορεύω
speak in the assembly
fut ind act 2nd sg
ἀ̱γορεύσεις , ἀγορεύω
speak in the assembly
futperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Δημητρακόπουλος, Νικόλαος — (Καρίταινα Γορτυνίας 1864 – Βιέννη 1921). Πολιτικός, νομομαθής και συγγραφέας. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως δικηγόρος στην Αθήνα. Το 1910 εξελέγη βουλευτής Αρκαδίας και συμμετείχε ως υπουργός Δικαιοσύνης στην πρώτη κυβέρνηση του Ελευθέριου… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα …   Dictionary of Greek

  • Ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

  • Πρωταγόρας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. (Άβδηρα περ. 481 π.Χ. – περ. ;411). Έλληνας φιλόσοφος. Είναι, μαζί με τον Γοργία, ο διαπρεπέστερος εκπρόσωπος της ελληνικής σοφιστικής. Έζησε σε πολλές περιόδους στην Αθήνα, όπου απέκτησε πολύ στενές σχέσεις με όλες… …   Dictionary of Greek

  • αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • ακτουάριος — ἀκτουάριος, ο (AM) μσν. γιατρός τής αυτοκρατορικής αυλής αρχ. 1. γραφέας τών Ρωμαίων, ο οποίος στενογραφούσε τις αγορεύσεις στη Γερουσία και στα δικαστήρια, καθώς και τους ρητορικούς λόγους που εκφωνούνταν στην εκκλησία τού δήμου 2. αξιωματικός… …   Dictionary of Greek

  • δημηγορώ — (AM δημηνορῶ, έω) [δημηγόρος] 1. αγορεύω σε λαϊκή συγκέντρωση, μιλάω μπροστά στον λαό 2. μιλώ παραπλανητικά, αγορεύω δημαγωγικά αρχ. (μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τα δεδημηγορημένα οι δημόσιες αγορεύσεις …   Dictionary of Greek

  • ετώσιος — ἐτώσιος, ον (Α) (επικ. επίθ.) 1. μάταιος, άσκοπος («βέλος ὠκὺ ἐτώσιον ἔκφυγε χειρός», Ομ. Ιλ.) 2. ανωφελής, άχρηστος, περιττός («σὺ δ ἐτώσια πόλλ ἀγορεύσεις», Ησίοδ.) 3. αυτός που δεν έχει φθάσει εις πέρας, ανεκτέλεστος, ατέλειωτος («τὸ δ ἔργον… …   Dictionary of Greek

  • ηλιαία — Το ανώτατο δικαστήριο της αρχαίας Αθήνας. Ονομάστηκε έτσι από το ρήμα αλίζω (συγκεντρώνω). Αρχικά Η. ονομαζόταν o τόπος που συγκεντρώνονταν οι δικαστές, αλλά αργότερα το όνομα δόθηκε και στο δικαστήριο. Ο θεσμός ανάγεται στα χρόνια του Σόλωνα ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”